Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καύλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καύλα η [kávla] Ο25α : (χυδ.) 1α. στύση. β. (συνήθ. πληθ.) έντονη επιθυμία για συνουσία: Έχω κάτι καύλες! 2. (λαϊκ., μτφ.) α. έντονη επιθυμία για κτ., συνήθ. ξαφνική: Tώρα σ΄ έπιασε η ~ για βόλτα; || Έχει ~ με το ποδόσφαιρο, μανία, τρέλα. β. για να χαρακτηρίσουμε κτ. πολύ ωραίο, που μας ενθουσιάζει: Έχει μια θέα από κει πάνω, σκέτη ~.

[καυλ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go