Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καϊμακλής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καϊμακλής ο [kaimaklís] Ο8 : ο καφές, όταν έχει πολύ καϊμάκι.

[τουρκ. kaymaklι `με κρέμα΄ -ς, κατά τη σημ. του καϊμάκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες