Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καψόνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καψόνι το [kapsóni] Ο44 : ανεπίσημη τιμωρία που επιβάλλεται στο στρατό για σωφρονισμό και συνίσταται στην εκτέλεση πράξης που σκοπό έχει να ταλαιπωρήσει, να μειώσει ή να γελοιοποιήσει το στρατιώτη: ~ ομαδικό / ατομικό. || (επέκτ., προφ.) μικρή ταλαιπωρία που επιβάλλει κάποιος σε κπ. άλλο: Mου ΄κανε πολλά καψόνια.

[κάψ(α) 1 -όνι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες