Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καψάλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καψάλισμα το [kapsálizma] Ο49 : η ενέργεια του καψαλίζω.

[καψαλισ- (καψαλίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες