Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καχύποπτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καχύποπτος -η -ο [kaxípoptos] Ε5 : 1. που έχει την τάση να υποπτεύεται τους πάντες και τα πάντα, που πίσω από κάθε ενέργεια διαβλέπει ύποπτες προθέσεις ή αξιόμεμπτες πράξεις: Είναι ~ άνθρωπος. Έχω γίνει πολύ καχύποπτη. || (ως ουσ.): Ο ~ σπάνια κάνει φίλους. 2. που εκφράζει καχυποψία: Mου έριξε μια καχύποπτη ματιά. καχύποπτα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε / με αντιμετώπισε ~.

[λόγ. < αρχ. καχύποπτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go