Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφενόβιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφενόβιος -α -ο [kafenóvios] Ε6 : (μειωτ.) που περνάει πολλές ώρες την ημέρα στο καφενείο.

[λόγ. καφεν(είον) -ο- + -βιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες