Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καφάς
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
καφάς ο.
  • Σβέρκος:
    • (Φορτουν. Δ´ 407).

[<τουρκ. kafa. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Τσουδερός 1969: 94)]

[Λεξικό Κριαρά]
καφάσι το.
  • Δικτυωτό κιγκλίδωμα:
    • διά το μη βλέπειν εις τον άλλον κάμνουν καφάσια εις τα σπίτια, κάγκελα πολλά (Βακτ. αρχιερ. 154).

[<τουρκ. kafes. Η λ. στο Βλάχ. (ια) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφάσι 1 το [kafási] Ο44 : 1. μικρό κιβώτιο, συνήθ. ξύλινο, με διάκενα για την τοποθέτηση και τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών· τελάρο1: Ένα ~ πορτοκάλια / μήλα. 2. ξύλινο δικτυωτό πλέγμα που το τοποθετούσαν στα παράθυρα των μουσουλμανικών σπιτιών ή στους γυναικωνίτες των χριστιανικών εκκλησιών για να προφυλάξουν τις γυναίκες από τα βλέμματα των ανδρών.

[μσν. καφάσι < τουρκ. kafes (από τα αραβ.) διαλεκτ. kafas ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφάσι 2 το : (λαϊκ.) το κεφάλι, μόνο στη ΦΡ θα μου φύγει το ~, θα τρελαθώ.

[τουρκ. kafa ίσως παρετυμ. καφάσι 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφασωτός -ή -ό [kafasotós] Ε1 : για κατασκευή που είναι περιφραγμένη με ξύλινο δικτυωτό πλέγμα, με καφάσι12: Kαφασωτά παράθυρα. || (ως ουσ.) το καφασωτό.

[καφάσ(ι)12 -ωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go