Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καυχίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καυχίτσα η.
  • 1) Κόρη:
    • έσυρνεν (ενν. ο Έρωτας) από τον τράχηλον ερωτικάς καυχίτσας (Διγ. Άνδρ. 31525).
  • 2) Παρακόρη, δούλα, συνοδός:
    • θέλω … και δουλευτάς ολίγους ή μάλλον μηδέ δουλευτάς, αλλά καυχίτσαν μίαν (Καλλίμ. 1872· Λίβ. Sc. 155).

[<ουσ. καύχα + κατάλ. ίτσα. Η λ. στο Meursius (τζα‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες