Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καυσόξυλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καυσόξυλα τα [kafsóksila] Ο42 : ξύλα που χρησιμοποιούνται ως καύσιμη ύλη.

[λόγ. καύσ(ις) -ο- + ξύλον στον πληθ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go