Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καυστήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καυστήρας ο [kafstíras] Ο2 : συσκευή στο εσωτερικό της οποίας επιτυγχάνεται η αμοιβαία επαφή καύσιμης ύλης και οξειδωτικού μέσου (αέρα, οξυγόνου) και, στη συνέχεια, η καύση του μείγματος, έτσι ώστε να παράγεται θερμότητα, φωτισμός κτλ.

[λόγ. < αρχ. καυστήρ, αιτ. -ῆρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go