Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυστήρας ο [kafstíras] Ο2 : συσκευή στο εσωτερικό της οποίας επιτυγχάνεται η αμοιβαία επαφή καύσιμης ύλης και οξειδωτικού μέσου (αέρα, οξυγόνου) και, στη συνέχεια, η καύση του μείγματος, έτσι ώστε να παράγεται θερμότητα, φωτισμός κτλ.
[λόγ. < αρχ. καυστήρ, αιτ. -ῆρα]



