Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυσαέριο το [kafsaério] Ο40 : το αέριο που προέρχεται από την καύση του μείγματος το οποίο χρησιμοποιείται για τη λειτουργία μιας μηχανής: Tα καυσαέρια μολύνουν την ατμόσφαιρα. Εκπομπή καυσαερίων. Έλεγχος καυσαερίων αυτοκινήτων.
[λόγ. καύσ(ις) + αέριον]