Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καυσαέριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καυσαέριο το [kafsaério] Ο40 : το αέριο που προέρχεται από την καύση του μείγματος το οποίο χρησιμοποιείται για τη λειτουργία μιας μηχανής: Tα καυσαέρια μολύνουν την ατμόσφαιρα. Εκπομπή καυσαερίων. Έλεγχος καυσαερίων αυτοκινήτων.

[λόγ. καύσ(ις) + αέριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go