Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καυλωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που έχει σχήμα στελέχους, βλαστού:
- έναι ακρωτήριν ψιλόν καυλωμένον (Πορτολ. Β 2912).
[μτχ. παρκ. του καυλώνω (Κριαρ.)]
- Που έχει σχήμα στελέχους, βλαστού:



