Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατώγαιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κατώγαιον το· κατώγι· κατώγιν· κατώι.
  • Το κάτω πάτωμα, το ισόγειο τμήμα (διώροφου) οικοδομήματος:
    • έκαμε το κατώγαιον αυτού (ενν. του παλατιού) αχούρι διά τα άλογα (Ιστ. πατρ. 1998· Ερωτόκρ. Γ´ 546).

[<μτγν. ουσ. κατάγειον/‑γαιον (L‑S, λ. κατάγειος ΙΙ)· πβ. κατώγαιος, καθώς και Θαβώρης 1969: 69. Η λ. τον 5. αι. (Lampe, λ. γεως). Ο τ. γι στο Βλάχ. Ο τ. ώι και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες