Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατόπτευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατόπτευση η [katóptefsi] Ο33 : προσεκτική παρατήρηση, ανίχνευση ή έλεγχος μιας περιοχής, που γίνεται από κάποιο υψηλό σημείο.

[λόγ. < ελνστ. κατόπτευ(σις) `παρατήρηση΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go