Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατωφέρεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατωφέρεια η [katoféria] Ο27 : (λόγ.) έκταση του εδάφους ή δρόμος που έχει κλίση προς τα κάτω· κατήφορος, κατηφοριά. ANT ανωφέρεια.

[λόγ. < ελνστ. κατωφέρεια `τάση προς τα κάτω΄ κατά την αλλ. της σημ. του κατωφερής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες