Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατωσάγονο το [katosáγono] Ο41 : (οικ.) η κάτω σιαγόνα.
[μσν. κατωσάγονον < κατω- + σαγόν(ι) -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατωσάγονο το· κατασάγονον· κατασάγουνο· κατωσάγουνον.
-
- Tο πιγούνι:
- έτρεμε το κατασάγονόν του (Σπανός A 268).
[<επίρρ. κάτω + ουσ. σαγόνι. Ο τ. ‑γουνον και σήμ. κρητ. Διάφ. τ. ιδιωμ. (Τσουδερός 1969: 106). Τ. κατασάγουνον στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Tο πιγούνι:



