Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσιποδιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσιποδιά η [katsipoδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) κακοτυχία, γρουσουζιά.

[ίσως *κατσικοποδιά (< κατσίκ(α) -ο- + πόδ(ι) -ιά) με απλολ. [kopo > po] ]

[Λεξικό Κριαρά]
κατσιποδιάρης ο.
  • «Κακοπόδαρος», κακορίζικος, ελεεινός:
    • (Φορτουν. Β´ 368).

[<ουσ. κατσιποδιά + κατάλ. άρης. Τ. κατσ’πουδιάρ’ς σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατσιποδιασμένος, μτχ. επίθ.
  • «Κακοπόδαρος», κακορίζικος:
    • τους Εβραίους ύβριζαν ως κατσιποδιασμένους (Μαρκάδ. 559).

[μτχ. παρκ. του κατσιποδιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες