Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσικοκλέφτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσικοκλέφτης ο [katsikokléftis] Ο10 : αυτός που κλέβει κατσίκια και με επέκταση ζωοκλέφτης. || (υβρ.) μικροαπατεώνας.

[κατσίκ(ι) -ο- + κλέφτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες