Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσαρόλι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσαρόλι το [katsaróli] Ο44 0 : μικρή κατσαρόλα με μία μακριά λαβή, συνήθ. χωρίς καπάκι. κατσαρολάκι το YΠΟKΟΡ.

[κατσαρόλ(α) -ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσαρολικό το [katsarolikó] Ο38 : (οικ.) σύνολο από πολλές κατσαρόλες ή γενική ονομασία για κάθε είδους κατσαρόλες και άλλα σκεύη της κουζίνας: Πότε θα το πλύνω / πού θα το βάλω όλο αυτό το ~;

[κατσαρόλ(α) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες