Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατσάβραχα τα [katsávraxa] Ο41 : (οικ.) βραχώδης, απόκρημνος και συνεπώς δύσβατος τόπος: Xάσαμε το μονοπάτι και αναγκαστικά βαδίζαμε μέσα από τα ~. || Kάθε Kυριακή με τρέχει στα ~. Πήγε κι έχτισε το σπίτι του στα ~.
[*ακανθάβραχα < άκανθα + βράχ(ος) -α, πληθ. του -ο με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [nθ > ts] ]



