Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατραπακιά η [katrapaká] Ο24 : (οικ.) 1. δυνατό χτύπημα που δίνει κάποιος στο κεφάλι άλλου με το εσωτερικό μέρος της παλάμης· σφαλιάρα, καρπαζιά: Mου ΄ρθε να του δώσω μια ~! 2. (μτφ.) πλήγμα, χτύπημα της τύχης, ατυχία: Έφαγε πολλές κατραπακιές στη ζωή του.
[;]



