Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατούρημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατούρημα το [katúrima] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του κατουρώ: Πάει για ~.

[μσν. κατούρημα < κατουρη- (κατουρώ) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κατούρημα το· κατούρημαν.
  • Ούρα:
    • Το κατούρημαν του αρρώστου … ηνίκα το κατουρήσει ούτος (Σταφ., Ιατροσ. 5134).

[<αόρ. του κατουρώ + κατάλ. μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go