Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κατούρα η· κατουρά.
  • (Σκωπτ.) αυτή που ουρεί συχνά:
    • μωρή ανούρα, κατούρα, κατουροποδέα (Σπανός A 243).

[λ. πλαστή <προστ. του κατουρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες