Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατουρλού
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κατουρλού η.
  • (Σκωπτ.) αυτή που κατουριέται συχνά:
    • (Σπανός D 656).

[<κατουρώ + κατάλ. λού. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες