Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατουρλής ο [katurlís] Ο8 θηλ. κατουρλού [katurlú] Ο37 & κατρουλής ο [katrulís] Ο8 θηλ. κατρουλού [katrulú] Ο37 : (προφ.) 1. συνήθ. χαϊδευτι κά για μωρά, αυτός που κατουράει συχνά, και κυρίως αυτός που κατουριέται επάνω του. 2. (μτφ.) ο δειλός, ο φοβητσιάρης.
[μσν. *κατουρλής (πρβ. μσν. κατουρλού) < κατουρ(ώ) -λής· μσν. κατουρλού < κατουρ λ(ής) -ού· μετάθ. του [r] ]



