Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατοστάρικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοστάρικο το [katostáriko] & εκατοστάρικο το [ekatostáriko] Ο41 : χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών: Δώσε μου ένα ~, να σου δώσω δύο πενηντάρικα. || το αντίστοιχο ποσό. κατοσταρικάκι το & εκατοσταρικάκι το YΠΟKΟΡ.

[κατοστάρ(ι), εκατοστάρ(ι) -ικο, ουδ. του -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες