Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατοπτρισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοπτρισμός ο [katoptrizmós] Ο17 : (λόγ.) το καθρέφτισμα. || Aτμοσφαιρικός ~, ο αντικατοπτρισμός.

[λόγ. κατοπτρισ- (κατοπτρίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go