Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατοικίζω.
-
- 1) Μένω, διαμένω, κατοικώ:
- εκατοίκισεν εκεί με ανθρώπους ολίγους (Πεντ. Δευτ. XXVI 5).
- 2) Στρατοπεδεύω:
- Τριακόσιοι καβαλάροι ήσαν κατοικισμένοι (Κορων., Μπούας 124).
[<αόρ. του κατοικώ. Πβ. όμως και το αρχ. κατοικίζω. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1) Μένω, διαμένω, κατοικώ: