Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατοικίδιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοικίδιος -α -ο [katikíδios] Ε6 : για ζώα εξημερωμένα που ζουν κοντά στον άνθρωπο, που μένουν σπίτι μαζί του: Ο σκύλος είναι κατοικίδιο ζώο.

[λόγ. < ελνστ. κατοικίδιος, αρχ. σημ.: `θεραπεία που μπορεί να γίνει στο σπίτι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go