Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατιόν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατιόν το [katión] Ο52 (συνήθ. πληθ.) : (φυσ.) ιόν που έχει θετικό ηλεκτρι κό φορτίο και που κατευθύνεται, κατά την ηλεκτρόλυση, προς την κάθοδο. ANT ανιόν.

[λόγ. < αγγλ. cation < αρχ. τό κατιόν ουδ. του κατιών]

[Λεξικό Κριαρά]
κατιόντες οι.
  • Oι άμεσοι απόγονοι:
    • (Eλλην. νόμ. 546).

[αρσ. της μτχ. ενεστ. του αρχ. κάτειμι στον πληθ. ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες