Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατιλίκι το· κατελίκι.
-
- Το αξίωμα και η περιοχή δικαιοδοσίας ενός καδή:
- είχεν εβγάλει αυτός ο Αδάμης … το άρτζιν του από τρία κατιλίκια (Συναδ. φ. 29v).
[<τουρκ. kadιlιk. Η λ. στο Somav. (λ. καδι‑)]
- Το αξίωμα και η περιοχή δικαιοδοσίας ενός καδή: