Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατηχούμενα τα· κατοικούμενα.
-
- (Εκκλ.) ο χώρος του ναού όπου στέκονται οι κατηχούμενοι· το υπερώο του ναού:
- τα κατηχούμενα του αγίου Tάφου (Προσκυν. α´ 11115· Προσκυν. Kουτλ. 390 12830).
[ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. του κατηχώ στον πληθ. ως ουσ. H λ. τον 7. αι.]
- (Εκκλ.) ο χώρος του ναού όπου στέκονται οι κατηχούμενοι· το υπερώο του ναού:



