Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατηχητής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηχητής ο [katixitís] Ο7 θηλ. κατηχήτρια [katixítria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. αυτός που διδάσκει σε κατηχητικό σχολείο. 2. κληρικός που είχε ως έργο την κατήχηση1.

[λόγ.: 2: ελνστ. κατηχητής· 1: σημδ. γαλλ. catéchiste (στη νέα σημ.) < ελνστ. κατηχητής· λόγ. κατηχη(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηχητής ο.
  • Διδάσκαλος των χριστιανικών δογμάτων:
    • (Μαχ. 61027).

[μτγν. ουσ. κατηχητής. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες