Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηγορικός -ή -ό [katiγorikós] Ε1 : για κτ. που έχει χαρακτήρα ρητό, απόλυτο, σε αντιδιαστολή προς το υποθετικό. 1. (λογ.) κατηγορική κρίση, με την οποία συνδέεται η σχέση ορισμένης έννοιας προς ορισμένο υποκείμενο και η οποία αποτελείται από το υποκείμενο, το κατηγορούμενο και το συνδετικό ρήμα “είναι”. ~ συλλογισμός, του οποίου τουλάχιστον η μείζων πρόταση αποτελεί κατηγορική κρίση. 2. (φιλοσ.) Kατηγορική προσταγή, στη φιλοσοφία του Kαντ, ηθική επιταγή με απόλυτη ισχύ· κατηγορηματική προσταγή.
[λόγ.: 1: ελνστ. κατηγορικός, αρχ. σημ.: `καταφατικός΄· 2: σημδ. γερμ. kategorischer Imperativ (< ελνστ. κατηγορικός)]



