Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηγορηματικότητα η [katiγorimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του κατηγορηματικού, ο απόλυτος και απερίφραστος τρόπος με τον οποίο δηλώνεται κτ.: H ~ της άρνησής του δεν αφήνει περιθώρια για ελπίδες. Δήλωσε με ~ ότι
, κατηγορηματικά.
[λόγ. κατηγορηματικ(ός)1 -ότης > -ότητα]



