Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατεργάρικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατεργάρικος -η -ο [katerγárikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει τον κατεργάρη: Άρχισε πάλι τα κατεργάρικα τα κόλπα του. || Tου απάντησε με ένα κατεργάρικο γελάκι, πονηρό και τσαχπίνικο. κατεργάρικα ΕΠIΡΡ.

[κατεργάρ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go