Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεπειγόντως
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατεπειγόντως [katepiγóndos] επίρρ. : εσπευσμένα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση (όταν αναφερόμαστε σε κτ. πολύ σοβαρό και συνήθ. έκτακτο): Ειδοποιήθηκε να έρθει ~. Πρέπει να δοθεί ~ λύση στα προβλήματα της πόλης μας.

[λόγ. κατεπειγοντ- (κατεπείγων) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες