Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεξοχήν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατεξοχήν [kateksoxín] επίρρ. τροπ. : ιδίως, κυρίως, περισσότερο από κά θε άλλον ή άλλο· κατ΄ εξοχήν: Ο πατέρας του είναι ο ~ υπεύθυνος για την εξέλιξή του. Tο εισόδημα των νησιωτών προέρχεται ~ από τη ναυτιλία. Ο Εμπειρίκος είναι ο ~ εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλά δα. || (γραμμ.) σχήμα ~, σχήμα λόγου στο οποίο η σημασία της λέξης στενεύει και χρησιμοποιείται με μία μόνο, ορισμένη έννοια, π.χ. «H Άλωση της Πόλης», της Kωνσταντινούπολης.

[λόγ. < ελνστ. φρ. κατ΄ ἐξοχήν, αρχ. ἐξοχή `προεξοχή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες