Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατειλημμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατειλημμένος -η -ο [katiliménos] Ε3 : για κτ. που το έχει καταλάβει, που το έχει κρατήσει κάποιος για δική του χρήση, που δεν είναι ελεύθερο για να το χρησιμοποιήσει ή για να το πάρει κάποιος άλλος· πιασμένος: Όλες οι θέσεις στο λεωφορείο ήταν κατειλημμένες. Δε βρήκα δωμάτιο σε ξενοδοχείο, ήταν όλα κατειλημμένα. Tο ταξί είναι ελεύθερο ή κατειλημμένο; Όλες οι θέσεις στο δημόσιο είναι κατειλημμένες. Tο τηλέφωνο είναι κατειλημμένο, μιλάει κάποιος άλλος ή η γραμμή είναι κλειστή. Tο ασανσέρ είναι κατειλημμένο.

[λόγ. < αρχ. κατειλημμένος μππ. του καταλαμβάνω σημδ. γαλλ. occupé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες