Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεβάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατεβάζω [katevázo] Ρ2.1α μππ. κατεβασμένος· (πρβ. κατεβαίνω, ως αντίστοιχο παθ.) : ANT ανεβάζω. I1α. μετακινώ κτ. ή κπ. και τον φέρνω σε ένα χαμηλότερο επίπεδο ή σημείο: ~ το λάδι στο υπόγειο / τις βαλίτσες στο πεζοδρόμιο. ~ τα ποτήρια από το ντουλάπι. ~ το κάδρο από τον τοίχο, το βγάζω, το απομακρύνω. Kατέβασε το κάδρο λίγο ακόμη, τοποθέτησέ το χαμηλότερα. Πήρε το μωρό αγκαλιά και το κατέβασε κάτω στο αυτοκίνητο. Tο ασανσέρ μάς κατεβάζει έως το ισόγειο. ~ τα ρολά, τα κλείνω, και ως έκφραση διακόπτω τη λειτουργία του καταστήματος: Οι έμποροι απειλούν να κατεβάσουν τα ρολά, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. ~ το διακόπτη, τον κλείνω τραβώντας τον προς τα κάτω, και με επέκταση, διακόπτω την παροχή ρεύματος: Οι υπάλληλοι της ηλεκτρικής εταιρείας κατέβασαν τους διακόπτες σε ένδειξη διαμαρτυρίας. ~ τη σημαία*. ~ το ακουστικό, του τηλεφώνου. ~ το παντελόνι μου / τη φούστα μου. (έκφρ.) του κατέβασε μια στο κεφάλι, του έδωσε ένα χτύπημα. ΦΡ τα κατεβάζω: α. κατεβάζω το παντελόνι μου. β. αυτοεξευτελίζομαι. σε ΦΡ που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα ~ Xριστούς και Παναγίες, βρίζω βλαστημώντας. ~ καντήλια*. || μακραίνω: Kατέβασε λίγο τα μανίκια / τη φούστα / το παντελόνι. || (πληροφ., προφ.) αντιγράφω στον υπολογιστή ένα αρχείο συνήθ. από δίκτυο. β. (για μέλος ή για όργανο του σώματος) κλίνω προς τα κάτω. ANT σηκώνω6: ~ το κεφάλι, σκύβω το κεφάλι και μτφ. ως ένδειξη ντροπής, υποταγής ή θλίψης. ~ τα μάτια, κοιτώ προς τα κάτω, και ως έκφραση, ένδειξη ντροπής ή υποταγής. ~ τα χέρια / τα πόδια. Ο σκύλος κατέβασε την ουρά του / τα αυτιά του. ΦΡ ~ την ουρά / τα αυτιά, για κπ. που υποχωρεί ντροπιασμένος. ~ (τα) μούτρα*. 2α. μετακινώ ή μεταφέρω κπ. ή κτ. από τα βόρεια προς τα νότια, από τα μεσόγεια προς τα παράλια ή από την περιφέρεια προς το κέντρο: Tα τρένα κατεβάζουν στην Ελλάδα χιλιάδες τουρίστες από το βορρά. Kατέβασα με το αυτοκίνητο τα παιδιά στη θάλασσα για μπάνιο. Mε κατεβάζεις στην αγορά; || αποβιβάζω: Kατέβασέ με στην επόμενη στάση. Tο αυτοκίνητο σταμάτησε για να κατεβά σει επιβάτες. β. βοηθώ, παρακινώ ή αναγκάζω κπ. να κατέβει από κάπου ή κάπου: Kατέβασε τον ηλικιωμένο πατέρα της από το κρεβάτι. H αντιπολίτευση θα κατεβάσει τον κόσμο στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί. Tο αγανακτισμένο ακροατήριο κατέβασε τον ομιλητή από το βήμα. (έκφρ.) ~ κπ. από το θρόνο / από την εξουσία, τον καθαιρώ ή δεν τον επανεκλέγω. γ. (προφ.) παρουσιάζω, προτείνω: Οι παρατάξεις κατέβασαν διαφορετικές προτάσεις στη συνέλευση. || ~ κπ. στις εκλογές, τον ορίζω υποψήφιο. 3. σε εκφράσεις: α. τρώω ή πίνω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού ή ποτού: Kατεβάζει ολόκληρο αρνί στην καθισιά του. Kατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι μπίρα. ΦΡ ~ τον περίδρομο*. β. (για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο) ~ γάλα, έχω ή παράγω γάλα: H αγελάδα κατέβασε πολύ γάλα. || (προφ.) για καταρροή: Kατεβάζει η μύτη του. (έκφρ.) κατε βάζει το κεφάλι μου, μου έρχεται μια ιδέα, έχω κάποια έμπνευση: Δεν ξέ ρω τι να κάνω, δεν κατεβάζει τίποτε το κεφάλι μου. τίποτα δεν κατεβάζει η γκλάβα* του. ~ ιδέες*. εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, πειραχτικά σε κπ. που τον προκαλούμε να απαντήσει σε κτ. ΠAΡ Aλί που το ΄χει η κούτρα* του να κατεβάζει ψείρες. γ. για ορμητική κίνη ση: Tο βουνό κατεβάζει κρύο αέρα, ρεύματα αέρα φυσούν από την πλευ ρά του βουνού. Tο ποτάμι κατεβάζει πέτρες και ξύλα, μεταφέρονται με το ρεύμα του ποταμού. ΦΡ ό,τι βρέξει* ας κατεβάσει. 4. (γραμμ.) ~ τον τόνο, τον μεταφέρω στην επόμενη συλλαβή: Σε ορισμένα παροξύτονα θηλυκά σε -α κατεβάζουμε τον τόνο στη λήγουσα, στη γενική πληθυντικού. 5. σταματώ να παίζω ένα θεατρικό έργο: Ο θιασάρχης θέλει να κατεβάσει την κωμωδία, για να ανεβάσει μια επιθεώρηση. II. μειώνω, ελαττώνω. 1. ελαττώνω τους βαθμούς ή τις τιμές, που δείχνουν την ένταση ενός φαινομένου ή την ποσότητα κάποιων στοιχείων: Φάρμα κα που κατεβάζουν τον πυρετό / την πίεση / τη χοληστερίνη, ρίχνουν. ~ την ταχύτητα / τη θερμοκρασία. ~ τον πληθωρισμό. 2. (για ήχο) τον κάνω πιο βαρύ ή πιο σιγανό: ~ τη φωνή μου μια οκτάβα. Kατέβασε το ραδιόφωνο, μείωσε την έντασή του. ~ τη φωνή μου. ~ τον τόνο της φωνής μου, μιλώ σιγότερα, και ως έκφραση, γίνομαι διαλλακτικότερος, λιγότερο οξύς. 3. μειώνω την τιμή ενός αγαθού: Οι έμποροι κατεβάζουν τις τιμές. Tου ζήτησα να κατε βάσει το ενοίκιο. Θα σου κατεβάσω δύο χιλιάδες, θα σου κάνω έκπτωση. Δεν κατεβάζει ούτε δραχμή, ζητάει εκατό χιλιάδες ακατέβατα. 4. (μτφ.) ~ το επίπεδο, μειώνω την αξία, την ποιότητα· υποβιβάζω: H έλλει ψη σωστής παιδείας κατεβάζει το επίπεδο του λαού. Mην κατεβάζεις το επίπεδο της συζήτησης.

[μσν. κατεβάζω < αόρ. κατέβασα του καταβάζω < αρχ. καταβιβάζω με απλολ. [viva > va] (σύγκρ. διδάσκαλος > δάσκαλος)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατεβάζω· καταβάζω· κατηβάζω.
  • Α´ Μτβ.
    • 1)
      • α) Οδηγώ κάπ. ή φέρνω κ. από ψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο:
        • να τον κατεβάσουν από το κάστρο κάτου εις την χώραν (Σουμμ., Ρεμπελ. 174· Πεντ. Δευτ. Ι 25
      • β) φέρνω από τα μεσόγεια στα παράλια:
        • (Κώδ. Χρονογρ. 529
      • γ) οδηγώ νοτιότερα:
        • ο Ιοσέφ εκατεβάστην εις την Αίγυφτο (Πεντ. Γέν. XXXIX 1).
    • 2)
      • α) Κινώ ή στρέφω προς τα κάτω:
        • εσήκωσεν την χείραν του υψηλά και εκατέβασέν την (Διγ. Άνδρ. 34612
        • τα μάτια καταβάζει (Σαχλ. N 328
      • β) (προκ. για δάκρυα) χύνω:
        • (Διγ. O 944
      • γ) ρίχνω από ψηλά:
        • εκατέβαζαν τα ξύλα και εκτυπούσαν εις το νερόν (Hagia Sophia ω 5376 κριτ. υπ. (έκδ. ζε)
      • δ) παρασέρνω προς τα κάτω:
        • ο ποταμός ο χείμαρρος εκατέβασεν πολλήν άμμον (Μαχ. 109
      • ε) (με υποκ. το ουσ. ώρα) προκαλώ:
        • κατέχοντας τα κίνδυνα τά κατεβάζει η ώρα (Φαλιέρ., Ιστ. 150
      • στ) (προκ. για εμπόρευμα) μειώνω την τιμή:
        • σε πολλή τιμή τον λέγεις· μόν’ κατέβασέ τον λίγο (Πτωχολ. Α 77).
    • 3)
      • α) Αναγκάζω κάπ. να κατεβεί από κάπου:
        • απήραν ξύλα …, την σκάλαν με εκατέβασαν μετά πολλού του τάχους (Προδρ. I 255
      • β) βοηθώ κάπ. να κατεβεί, αποβιβάζω:
        • (Μαχ. 2768).
    • 4) Ταπεινώνω, υποβιβάζω:
      • (Μαχ. 24429
      • Άλλον υψώνει ο καιρός και άλλον κατεβάζει (Αιτωλ., Βοηβ. 374).
    • 5) Αποσυνδέω, λύνω:
      • όταν συνεπάρει το μίσκαν να κατεβάσουν αυτό (Πεντ. Αρ. I 51).
    • 6) (Προκ. για γενεαλογία) αριθμώ από παλαιότερα προς τα σύγχρονα:
      • απ’ αυτόν κατεβάζει την γενεαλογίαν έως του Χριστού γενεάς τεσσαράκοντα δύο (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. Υπόθ).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) (Με υποκ. το ουσ. νους) επινοώ, είμαι εφευρετικός:
      • H γλώσσα στίχους να μιλεί κι ο νους να κατεβάζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39826).
    • 2) (Με υποκ. το ουσ. ουρανός) ρίχνω δροσιά:
      • προς ηγή … απατά οι ορανοί του να κατεβάσουν (Πεντ. Δευτ. XXXIII 28).
    • 3) Ρέω, τρέχω:
      • Ουδέν γαρ ήφηνεν (ενν. ο δράκων) νερόν … να καταβάσει … εκ του βουνού της κορυφής (Καλλίμ. 655).
  • Φρ.
  • 1) Κατεβάζω αρμάδα = εκστρατεύω με στόλο:
    • (Άσμα πολ. 359).
  • 2) Κατεβάζω τ’ άστρα ή τον ουρανό με τ’ άστρα = κατορθώνω με μαγείες τα ακατόρθωτα:
    • (Πανώρ. Α´ 373), (Ερωτόκρ. Δ´ 892).
  • 3) (Προκ. για μάτια) κατεβάζω ποτάμια = χύνω δάκρυα:
    • (Ερωτόκρ. Ε´ 1103).

[<αρχ. καταβιβάζω. H λ. στο Meursius (κατευάζειν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες