Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταϊδρωμένος -η -ο [kataiδroménos] Ε3 : πάρα πολύ ιδρωμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα· κάθιδρος: Άλλαξε γρήγορα, είσαι ~. (έκφρ.) έφτασε / ήρθε τελευταίος / δεύτερος και ~, πειραχτικά για κπ. που και την τελευταία ακόμη θέση την κατέλαβε με πολύ κόπο ή έφτασε κάπου ιδιαίτερα αργοπορημένος.
[κατα- ιδρωμένος]



