Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταψήφιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταψήφιση η [katapsífisi] Ο33 : η ενέργεια του καταψηφίζω, αρνητική ψήφος ή ψήφος υπέρ του αντιπάλου. ANT υπερψήφιση: Θεωρείται βέβαιη η ~ της πρότασής του στο διοικητικό συμβούλιο. Εντύπωση προκάλεσε η ~ πολλών στελεχών του κόμματος στις τελευταίες εκλογές.

[λόγ. < ελνστ. καταψήφισις (-σις > -ση) `καταδικαστική ψήφος΄ κατά τη σημ. του καταψηφίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες