Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταχνιάζει
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταχνιάζει [kataxnázi] Ρ2.1α μππ. καταχνιασμένος (απρόσ.) : απλώνεται αραιή ομίχλη, πέφτει καταχνιά: Άρχισε να καταχνιάζει. || H ατμόσφαι ρα είναι καταχνιασμένη.

[καταχν(ιά) -ιάζει]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες