Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταχνιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταχνιά η [kataxná] Ο24 : είδος αραιής ομίχλης: Σήμερα έχει / έπεσε ~. Ο ορίζοντας / τα βουνά τυλίχτηκαν στην ~.

[μσν. καταχνιά < καταχνία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κατ(α)- αχν(ός) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
καταχνιά η· καταχνία· κατεκνιά.
  • 1) Ομίχλη:
    • Τινάς το γύρο ουκ έβλεπεν …, μόνον σαν να ’τον καταχνιά στους κάμπους τους μεγάλους (Θησ. Η´ [102]· Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1062]).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) ζάλη:
      • μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει, τα μάτια του εσκοτείνιασε (Ερωτόκρ. Γ´ 975
    • β) σκοτούρα (φροντίδες):
      • να μην μας πλανέσει … η καταχνιά του κόσμου ετουνού (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 447).
  • 3) (Μεταφ.) θλίψη:
    • συννεφιά και καταχνιά μεγάλη τον πλακώνει, κάθε χαρά από λόγου του ’ξορίζει (Ερωτόκρ. Γ´ 1651).

[<πρόθ. κατά + ουσ. άχνη ή αχνός. Ο τ. ία στο Meursius. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταχνιάζει [kataxnázi] Ρ2.1α μππ. καταχνιασμένος (απρόσ.) : απλώνεται αραιή ομίχλη, πέφτει καταχνιά: Άρχισε να καταχνιάζει. || H ατμόσφαι ρα είναι καταχνιασμένη.

[καταχν(ιά) -ιάζει]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες