Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταχειροκροτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταχειροκροτώ [kataxirokrotó] -ούμαι Ρ10.9 : χειροκροτώ κπ. θερμά και παρατεταμένα: Tο ακροατήριο καταχειροκρότησε τον ομιλητή. H παράσταση καταχειροκροτήθηκε.

[λόγ. κατα- χειροκροτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες