Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταχαρούμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταχαρούμενος -η -ο [kataxarúmenos] Ε5 : που αισθάνεται πολύ μεγάλη χαρά, που είναι πάρα πολύ χαρούμενος: Είναι ~ για την επιτυχία του. καταχαρούμενα ΕΠIΡΡ.

[κατα- χαρούμενος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go