Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταχανάς ο.
-
- Βρικόλακας:
- αυτός … εγίνετο καταχανάς και απέκει κάγην όλος (Γεωργηλ., Θαν. 267)·
- (υβριστ.):
- τον Τούρκον τον καταχανάν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 684).
[<πρόθ. κατά + χάνω (Κοραής, Άτακτα Β´ 114) ή θ. χαν‑ του χάσκω (πβ. L‑S, στη λ. ΙΙΙ και παλαιότ. χανόω, Lampe). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Βρικόλακας:



