Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταφρονητής ο [katafronitís] Ο7 : αυτός που καταφρονεί κπ. ή κτ.
[καταφρονη- (καταφρονώ) -τής]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταφρονητής ο.
-
- Αυτός που περιφρονεί κ.· ασεβής:
- Περί καταφρονητών ανθρώπων, οπού καταφρονούσι την του Χριστού Αγίαν Εκκλησίαν (Βακτ. αρχιερ. 159).
[μτγν. ουσ. καταφρονητής. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Αυτός που περιφρονεί κ.· ασεβής:



