Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταφανής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταφανής -ής -ές [katafanís] Ε10 : για κτ. που είναι ολοφάνερο, για το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία: Είναι ~ η προσπάθειά του να αποκρύψει την αλήθεια. Έγινε μια ~ αδικία. Yπάρχει ~ αντίθεση. Είναι καταφανές ότι… (λόγ.) καταφανώς ΕΠIΡΡ: Ήταν ~ συγκινημένος από τη θερμή υποδοχή. H στάση που τηρεί είναι ~ εχθρική.

[λόγ. < αρχ. καταφανής, καταφανῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες