Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταυλισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταυλισμός ο [katavlizmós] Ο17 : προσωρινή εγκατάσταση στρατιωτικών ή άλλης ομάδας ατόμων στο ύπαιθρο ή σε πρόχειρα καταλύματα. || ο τόπος της προσωρινής εγκατάστασης: Στα βουνά συναντούμε το καλοκαίρι καταυλισμούς τσοπάνηδων. Έζησαν σε σκηνές / σε παραπήγματα των προσφυγικών καταυλισμών. ~ τσιγγάνων.

[λόγ. καταυλισ- (καταυλίζομαι) -μός απόδ. γαλλ. bivouac]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go